νεφριαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nefriaios
|Transliteration C=nefriaios
|Beta Code=nefriai=os
|Beta Code=nefriai=os
|Definition=α, ον, (νεφρός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of the kidneys]], στέαρ Dsc.2.76; <b class="b3">τὸ ν</b>. (to be read for [[νεφρίδιον]]) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.164</span>.</span>
|Definition=α, ον, ([[νεφρός]]) [[of the kidneys]], στέαρ Dsc.2.76; <b class="b3">τὸ ν.</b> (to be read for [[νεφρίδιον]]) Hp.''Mul.''2.164.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α νεφριαῑος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῑον [[λίπος]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μετωπ</i>-<i>ιαίος</i>].
|mltxt=-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῖον [[λίπος]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μετωπιαίος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφριαῖος Medium diacritics: νεφριαῖος Low diacritics: νεφριαίος Capitals: ΝΕΦΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: nephriaîos Transliteration B: nephriaios Transliteration C: nefriaios Beta Code: nefriai=os

English (LSJ)

α, ον, (νεφρός) of the kidneys, στέαρ Dsc.2.76; τὸ ν. (to be read for νεφρίδιον) Hp.Mul.2.164.

Greek (Liddell-Scott)

νεφριαῖος: -α, -ον, = νεφρίδιος, Διοσκ. 2. 87.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῖον λίπος», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπιαίος].