περιβλητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perivlitikos
|Transliteration C=perivlitikos
|Beta Code=periblhtiko/s
|Beta Code=periblhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[fit for amplifying]], σχῆμα <span class="bibl">Hermog. <span class="title">Id.</span>1.9</span>, <span class="bibl">Eust.1968.23</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.1949.17</span>.
|Definition=περιβλητική, περιβλητικόν, [[fit for amplifying]], σχῆμα Hermog. ''Id.''1.9, Eust.1968.23. Adv. [[περιβλητικῶς]] Id.1949.17.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβλητικός Medium diacritics: περιβλητικός Low diacritics: περιβλητικός Capitals: ΠΕΡΙΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periblētikós Transliteration B: periblētikos Transliteration C: perivlitikos Beta Code: periblhtiko/s

English (LSJ)

περιβλητική, περιβλητικόν, fit for amplifying, σχῆμα Hermog. Id.1.9, Eust.1968.23. Adv. περιβλητικῶς Id.1949.17.

German (Pape)

[Seite 570] ή, όν, zum Umwerfen geschickt, Sp.

Russian (Dvoretsky)

περιβλητικός: рит. служащий оболочкой для мысли, т. е. оформляющий (σχῆμα).

Greek (Liddell-Scott)

περιβλητικός: -ή, -όν, κατάλληλος ὅπως περιβάλῃ τὰ διανοήματα διά λέξεων, σχῆμα Ρήτορες (Walz) 3. 268, Εὐστ. 1968, 23. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1949. 17.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ περιβάλλω
ο ικανός να αναπτύσσει έναν λόγο διεξοδικώς («περιβλητικὸν σχῆμα», Ερμογ.).
επίρρ...
περιβλητικῶς
με τρόπο περιβλητικό.