τωθαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tothastikos
|Transliteration C=tothastikos
|Beta Code=twqastiko/s
|Beta Code=twqastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mocking, scornful</b>, ὄρχησις <span class="bibl">D.H.7.72</span>; of persons, <span class="bibl">Poll.5.161</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">D.L.4.2</span>, etc.</span>
|Definition=τωθαστική, τωθαστικόν, [[mocking]], [[scornful]], ὄρχησις D.H.7.72; of persons, Poll.5.161. Adv. [[τωθαστικῶς]] D.L.4.2, etc.
}}
{{ls
|lstext='''τωθαστικός''': -ή, -όν, ἐμπαίζων, [[χλευαστικός]], ἐμπαικτικός, οὐ μόνον ἐκ τῆς ἐναγωνίου τε καὶ κατεσπουδασμένης ὀρχήσεως τῶν χορῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς κερτόμου και τωθαστικῆς Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐπὶ προσώπων, Πολυδ. Ε΄, 161. - Ἐπιρρ., -κῶς, Διογ. Λ. 4. 2, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τωθαστής]]<br />[[χλευαστικός]], [[εμπαικτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τωθαστικῶς</i> Α<br />χλευαστικά, περιπαικτικά.
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Spotten]], [[Verhöhnen]] [[gehörig]], [[geneigt]], [[spöttisch]]</i>, Poll. 6.123, 9.148; Sp.<br><b class="num">• Adv.</b>, DL. 4.2.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τωθαστικός Medium diacritics: τωθαστικός Low diacritics: τωθαστικός Capitals: ΤΩΘΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tōthastikós Transliteration B: tōthastikos Transliteration C: tothastikos Beta Code: twqastiko/s

English (LSJ)

τωθαστική, τωθαστικόν, mocking, scornful, ὄρχησις D.H.7.72; of persons, Poll.5.161. Adv. τωθαστικῶς D.L.4.2, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τωθαστικός: -ή, -όν, ἐμπαίζων, χλευαστικός, ἐμπαικτικός, οὐ μόνον ἐκ τῆς ἐναγωνίου τε καὶ κατεσπουδασμένης ὀρχήσεως τῶν χορῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς κερτόμου και τωθαστικῆς Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐπὶ προσώπων, Πολυδ. Ε΄, 161. - Ἐπιρρ., -κῶς, Διογ. Λ. 4. 2, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τωθαστής
χλευαστικός, εμπαικτικός.
επίρρ...
τωθαστικῶς Α
χλευαστικά, περιπαικτικά.

German (Pape)

zum Spotten, Verhöhnen gehörig, geneigt, spöttisch, Poll. 6.123, 9.148; Sp.
• Adv., DL. 4.2.