χλευαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chlevastikos
|Transliteration C=chlevastikos
|Beta Code=xleuastiko/s
|Beta Code=xleuastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[derisory]], σκῶμμα <span class="bibl">Ph.2.552</span>. Adv. -κῶς Satyr.<span class="title">Vit.Eur.Fr.</span>39 xvii 9, <span class="bibl">Poll.6.200</span>.</span>
|Definition=χλευαστική, χλευαστικόν, [[derisory]], [[σκῶμμα]] Ph.2.552. Adv. [[χλευαστικῶς]] Satyr.''Vit.Eur.Fr.''39 xvii 9, Poll.6.200.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλευαστικός Medium diacritics: χλευαστικός Low diacritics: χλευαστικός Capitals: ΧΛΕΥΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chleuastikós Transliteration B: chleuastikos Transliteration C: chlevastikos Beta Code: xleuastiko/s

English (LSJ)

χλευαστική, χλευαστικόν, derisory, σκῶμμα Ph.2.552. Adv. χλευαστικῶς Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xvii 9, Poll.6.200.

German (Pape)

[Seite 1358] adv χλευαστικῶς, spöttisch, zum Verspotten, zur schnöden Behandlung gehörig, geneigt, Sp., Poll. 9, 149.

Greek (Liddell-Scott)

χλευαστικός: -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς τὸ χλευάζειν, ἀγαπῶν νὰ χλευάζῃ, Ἐφιφάν. 69. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 200.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χλευαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χλευάζω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλευασμό
2. αυτός που έχει την τάση να χλευάζει («χλευαστικὸς κόλαξ», Πολυδ.).
επίρρ...
χλευαστικώς / χλευαστικῶς ΝΜΑ, και χλευαστικά Ν
κατά τρόπο χλευαστικό, περιπαικτικά.