παρακελευσματικός: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(30)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parakelefsmatikos
|Transliteration C=parakelefsmatikos
|Beta Code=parakeleusmatiko/s
|Beta Code=parakeleusmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hortatory</b>, δύναμις <span class="bibl">Eust.1393.4</span>. Adv. -κῶς, ἔχειν <span class="bibl">Id.1416.40</span>.</span>
|Definition=παρακελευσματική, παρακελευσματικόν, [[hortatory]], δύναμις Eust.1393.4. Adv. [[παρακελευσματικῶς]], ἔχειν Id.1416.40.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παρακελευσματικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[παρακέλευσμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προτρεπτικός]], αυτός που έχει τη [[μορφή]] προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>γραμμ.</b> α) «παρακελευσματικές προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν [[προτροπή]] και οι οποίες στην Αρχαία Ελληνική εκφέρονται με [[υποτακτική]] (α. «δεῡρο ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τοῡ Κυρίου δεηθῶμεν»)<br />β) «παρακελευσματικά μόρια» — μόρια με τα οποία στη Νέα Ελληνική εισάγονται τέτοιου είδους προτάσεις, όπως [[είναι]] λ.χ. τα: <i>να</i>, <i>ας</i>, <i>μη</i>, <i>να μη</i>, [[άιντε]] να</i>, <i>για</i>, <i>για να</i> («ας φύγουμε»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρακελευσματικώς</i> / <i>παρακελευσματικῶς</i>, ΝΜ<br />με παρακελευσματικό τρόπο, με προτροπές ή με διαταγές.
|mltxt=-ή, -ό / [[παρακελευσματικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[παρακέλευσμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προτρεπτικός]], αυτός που έχει τη [[μορφή]] προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>γραμμ.</b> α) «παρακελευσματικές προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν [[προτροπή]] και οι οποίες στην Αρχαία Ελληνική εκφέρονται με [[υποτακτική]] (α. «δεῡρο ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»)<br />β) «παρακελευσματικά μόρια» — μόρια με τα οποία στη Νέα Ελληνική εισάγονται τέτοιου είδους προτάσεις, όπως [[είναι]] λ.χ. τα: <i>να</i>, <i>ας</i>, <i>μη</i>, <i>να μη</i>, [[άιντε]] να</i>, <i>για</i>, <i>για να</i> («ας φύγουμε»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρακελευσματικώς</i> / <i>παρακελευσματικῶς</i>, ΝΜ<br />με παρακελευσματικό τρόπο, με προτροπές ή με διαταγές.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακελευσμᾰτικός Medium diacritics: παρακελευσματικός Low diacritics: παρακελευσματικός Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakeleusmatikós Transliteration B: parakeleusmatikos Transliteration C: parakelefsmatikos Beta Code: parakeleusmatiko/s

English (LSJ)

παρακελευσματική, παρακελευσματικόν, hortatory, δύναμις Eust.1393.4. Adv. παρακελευσματικῶς, ἔχειν Id.1416.40.

German (Pape)

[Seite 482] ή, όν, zum Zuruf, zur Ermunterung gehörig, Schol. Theocr. 1, 127 u. a. Sp., auch adv., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

παρακελευσμᾰτικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, Εὐστ. 1393. 4. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1416. 40.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρακελευσματικός, -ή, -όν, ΝΜ παρακέλευσμα, -ατος]
προτρεπτικός, αυτός που έχει τη μορφή προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής
νεοελλ.
φρ. γραμμ. α) «παρακελευσματικές προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν προτροπή και οι οποίες στην Αρχαία Ελληνική εκφέρονται με υποτακτική (α. «δεῡρο ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν», Πλάτ.
β. «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»)
β) «παρακελευσματικά μόρια» — μόρια με τα οποία στη Νέα Ελληνική εισάγονται τέτοιου είδους προτάσεις, όπως είναι λ.χ. τα: να, ας, μη, να μη, άιντε να, για, για να («ας φύγουμε»).
επίρρ...
παρακελευσματικώς / παρακελευσματικῶς, ΝΜ
με παρακελευσματικό τρόπο, με προτροπές ή με διαταγές.