ἰκτερικός: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ikterikos | |Transliteration C=ikterikos | ||
|Beta Code=i)kteriko/s | |Beta Code=i)kteriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἰκτερική, ἰκτερικόν, [[jaundiced]], Gal.''Nat. Fac.''1.13, ''Gp.''12.17.9; [[for jaundice]], φάρμακον Ruf. ap. Orib.7.26.142. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1249.png Seite 1249]] gelbsüchtig, Medic., S. Emp. adv. log. 2, 53. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰκτερικός''': -ή, -όν, πάσχων ἴκτερον, «κιτρινάδα», Γαλην. - ἰκτεριώδης, ες, Ἱππ. Ἀφ. 1526. - ἰκτερόεις, εσσα, εν, Νικ. Ἀλεξιφ. 475. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰκτερικός]], -ή, -όν) [[ίκτερος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον ίκτερο («ικτερικό [[χρώμα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από ίκτερο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰκτερική, ἰκτερικόν, jaundiced, Gal.Nat. Fac.1.13, Gp.12.17.9; for jaundice, φάρμακον Ruf. ap. Orib.7.26.142.
German (Pape)
[Seite 1249] gelbsüchtig, Medic., S. Emp. adv. log. 2, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκτερικός: -ή, -όν, πάσχων ἴκτερον, «κιτρινάδα», Γαλην. - ἰκτεριώδης, ες, Ἱππ. Ἀφ. 1526. - ἰκτερόεις, εσσα, εν, Νικ. Ἀλεξιφ. 475.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰκτερικός, -ή, -όν) ίκτερος
1. αυτός που αναφέρεται στον ίκτερο («ικτερικό χρώμα»)
2. αυτός που πάσχει από ίκτερο.