ἐκτροχάζω: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ektrochazo | |Transliteration C=ektrochazo | ||
|Beta Code=e)ktroxa/zw | |Beta Code=e)ktroxa/zw | ||
|Definition=<span class=" | |Definition=<span class="bld">A</span> [[rush out]], Apollod.2.7.3.<br><span class="bld">II</span> [[treat summarily]], Dsc. ''Ther.''2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[arrollar]] ἐκτροχάσαντες ... καὶ τύπτοντες αὐτὸν ... ἀπέκτειναν Apollod.2.7.3.<br /><b class="num">2</b> fig., en el discurso [[desarrollar]] un tema μετὰ τοῦτο καὶ τὴν κοινὴν (θεραπείαν) ἐκτροχάσομεν Dsc.<i>Ther</i>.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτροχάζω''': [[ἐκτρέχω]], ἐκτροχάσαντες δὲ οἱ Ἱπποκοωντίδαι καὶ τύπτοντες αὐτὸν τοῖς σκυτάλοις ἀπέκτειναν Ἀπολλόδ. 2.7, 3· [[διέρχομαι]] [[ἐπιτροχάδην]], Διοσκ. Θηρ. 2. | |lstext='''ἐκτροχάζω''': [[ἐκτρέχω]], ἐκτροχάσαντες δὲ οἱ Ἱπποκοωντίδαι καὶ τύπτοντες αὐτὸν τοῖς σκυτάλοις ἀπέκτειναν Ἀπολλόδ. 2.7, 3· [[διέρχομαι]] [[ἐπιτροχάδην]], Διοσκ. Θηρ. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκτροχάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βγαίνω]] έξω τρέχοντας, [[εκτρέχω]]<br /><b>2.</b> [[πραγματεύομαι]] με [[συντομία]], [[διέρχομαι]] [[επιτροχάδην]]. | |mltxt=[[ἐκτροχάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βγαίνω]] έξω τρέχοντας, [[εκτρέχω]]<br /><b>2.</b> [[πραγματεύομαι]] με [[συντομία]], [[διέρχομαι]] [[επιτροχάδην]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
A rush out, Apollod.2.7.3.
II treat summarily, Dsc. Ther.2.
Spanish (DGE)
1 arrollar ἐκτροχάσαντες ... καὶ τύπτοντες αὐτὸν ... ἀπέκτειναν Apollod.2.7.3.
2 fig., en el discurso desarrollar un tema μετὰ τοῦτο καὶ τὴν κοινὴν (θεραπείαν) ἐκτροχάσομεν Dsc.Ther.2.
German (Pape)
[Seite 783] = ἐκτρέχω, Apolld. 2, 7, 3; durchgehen, erzählen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτροχάζω: ἐκτρέχω, ἐκτροχάσαντες δὲ οἱ Ἱπποκοωντίδαι καὶ τύπτοντες αὐτὸν τοῖς σκυτάλοις ἀπέκτειναν Ἀπολλόδ. 2.7, 3· διέρχομαι ἐπιτροχάδην, Διοσκ. Θηρ. 2.
Greek Monolingual
ἐκτροχάζω (Α)
1. βγαίνω έξω τρέχοντας, εκτρέχω
2. πραγματεύομαι με συντομία, διέρχομαι επιτροχάδην.