πολυόμφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyomfalos
|Transliteration C=polyomfalos
|Beta Code=poluo/mfalos
|Beta Code=poluo/mfalos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with many bosses]] or [[shields]], <b class="b3">πεδίον π</b>., of the Roman [[testudo]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.218</span>.</span>
|Definition=πολυόμφαλον, [[with many bosses]] or [[shields]], <b class="b3">πεδίον π.</b>, of the Roman [[testudo]], Opp.''C.''1.218.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για ασπίδες και πόπανα θυσιών) αυτή που έχει πολλούς ομφαλούς, πολλές διακοσμητικές προεξοχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>όμφαλος</i>, <i>χρυσ</i>-<i>όμφαλος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />(για ασπίδες και πόπανα θυσιών) αυτή που έχει πολλούς ομφαλούς, πολλές διακοσμητικές προεξοχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]] (<b>πρβλ.</b> [[μονόμφαλος]], [[χρυσόμφαλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυόμφᾰλος Medium diacritics: πολυόμφαλος Low diacritics: πολυόμφαλος Capitals: ΠΟΛΥΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: polyómphalos Transliteration B: polyomphalos Transliteration C: polyomfalos Beta Code: poluo/mfalos

English (LSJ)

πολυόμφαλον, with many bosses or shields, πεδίον π., of the Roman testudo, Opp.C.1.218.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Nabeln od. Erhabenheiten, Opp. Cyn. 1, 218 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυόμφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀμφαλούς, ἐπὶ ἀσπίδος ἐχούσης πολλὰς ὀμφαλοειδεῖς ἐξοχὰς ἢ κοσμήματα, Ὀππ. Κυν. 1. 218· ἐπὶ πλακοῦντος, Κλήμ. Ἀλ. 19.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ασπίδες και πόπανα θυσιών) αυτή που έχει πολλούς ομφαλούς, πολλές διακοσμητικές προεξοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὀμφαλός (πρβλ. μονόμφαλος, χρυσόμφαλος)].