ἐμπεριεκτικός: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(big3_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emperiektikos | |Transliteration C=emperiektikos | ||
|Beta Code=e)mperiektiko/s | |Beta Code=e)mperiektiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=ἐμπεριεκτική, ἐμπεριεκτικόν, [[comprehending]], [[inclusive]], c.gen., A.D.''Pron.''4.7, al.: abs., Id.''Synt.''231.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que contiene]], de abstr. [[capaz de abarcar]], [[comprehensivo]] gener. c. gen. οἱ γὰρ ὅροι τῶν γενικῶν ἐμπεριεκτικοί εἰσιν, οὐ μὴν τῶν ἰδικῶν pues las definiciones son comprensivas de lo general, no de lo particular</i> A.D.<i>Pron</i>.4.7, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.8.6.17, τὰ [[γοῦν]] πληθυντικὰ τοῦ πρώτου προσώπου ἐμπεριεκτικὰ δύναται εἶναι A.D.<i>Pron</i>.19.9, [[δύναμις]] ... ἐ. τῶν πάντων Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.12.4, τῶν ὄντων ἐ. φύσις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.368, ἐ. ... [[δικαιοσύνη]] καὶ τῶν ἄλλων πασῶν ἀρετῶν Ath.Al.M.28.984A, abs. Gr.Naz.M.36.361C<br /><b class="num">•</b>gram., subst. neutr. [[colectivo]] παρὰ τοὺς ἵππους ἐμπεριεκτικόν τι ἀποτελεῖται, τὸ ἱππών a partir de «caballos» se forma un colectivo «caballada»</i> A.D.<i>Synt</i>.231.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπεριεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμπεριέχων, | |lstext='''ἐμπεριεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμπεριέχων, μετὰ γεν., εἰσὶ δὲ [[ἔνιοι]] καὶ τῆς αἰτίας ἐμπεριεκτικοὶ ὅροι Κλήμ. Ἀλ. Στρώμ. 8, σ. 330, 31. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐμπεριεκτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐμπεριεκτική, ἐμπεριεκτικόν, comprehending, inclusive, c.gen., A.D.Pron.4.7, al.: abs., Id.Synt.231.3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que contiene, de abstr. capaz de abarcar, comprehensivo gener. c. gen. οἱ γὰρ ὅροι τῶν γενικῶν ἐμπεριεκτικοί εἰσιν, οὐ μὴν τῶν ἰδικῶν pues las definiciones son comprensivas de lo general, no de lo particular A.D.Pron.4.7, cf. Clem.Al.Strom.8.6.17, τὰ γοῦν πληθυντικὰ τοῦ πρώτου προσώπου ἐμπεριεκτικὰ δύναται εἶναι A.D.Pron.19.9, δύναμις ... ἐ. τῶν πάντων Iren.Lugd.Haer.1.12.4, τῶν ὄντων ἐ. φύσις Gr.Nyss.Eun.1.368, ἐ. ... δικαιοσύνη καὶ τῶν ἄλλων πασῶν ἀρετῶν Ath.Al.M.28.984A, abs. Gr.Naz.M.36.361C
•gram., subst. neutr. colectivo παρὰ τοὺς ἵππους ἐμπεριεκτικόν τι ἀποτελεῖται, τὸ ἱππών a partir de «caballos» se forma un colectivo «caballada» A.D.Synt.231.4.
German (Pape)
[Seite 812] ή, όν, in sich enthaltend, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπεριέχων, μετὰ γεν., εἰσὶ δὲ ἔνιοι καὶ τῆς αἰτίας ἐμπεριεκτικοὶ ὅροι Κλήμ. Ἀλ. Στρώμ. 8, σ. 330, 31.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐμπεριεκτικός, -ή, -όν)
αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει κάτι.