παρανεύω: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(31) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paraneyo | |Transliteration C=paraneyo | ||
|Beta Code=paraneu/w | |Beta Code=paraneu/w | ||
|Definition= | |Definition=[[incline to one side]], Hippiatr.33; <b class="b3">παρανενευκότα τοὺς ὀφθαλμούς</b> Anatoliusin ''Cat.Cod.Astr.''8(3).188. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:17, 25 August 2023
English (LSJ)
incline to one side, Hippiatr.33; παρανενευκότα τοὺς ὀφθαλμούς Anatoliusin Cat.Cod.Astr.8(3).188.
Greek (Liddell-Scott)
παρανεύω: νεύω, κλίνω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
(αμτβ.) γέρνω πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος, εκτελώ παλινδρομική κίνηση, ταλαντεύομαι («παρανεύουσα ατμομηχανή» — μηχανή χωρίς διωστήρα της οποίας ο κύλινδρος κινείται ελεύθερα γύρω από δύο στροφείς οι οποίοι στηρίζονται σε έδρανα)
μσν.-αρχ.
νεύω, κλίνω προς το άλλο μέρος.