ψαυστός: Difference between revisions
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psafstos | |Transliteration C=psafstos | ||
|Beta Code=yausto/s | |Beta Code=yausto/s | ||
|Definition= | |Definition=ψαυστή, ψαυστόν, [[touched]], <b class="b3">ἄγαλμα οὐδὲ ψ. χειρὸς ἀνθρωπίνης</b>, i.e. not made by mortal hand, Hdn.1.11.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] adj. verb. von [[ψαύω]], berührt, zu berühren. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] adj. verb. von [[ψαύω]], berührt, zu berühren. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψαυστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, [[ψηλαφητός]], Ἡρῳδιαν. 1. 11. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψαύω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ψαύσει, να τον αγγίξει [[ελαφρά]] ή να τον χαϊδέψει ερωτικά. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ψαυστή, ψαυστόν, touched, ἄγαλμα οὐδὲ ψ. χειρὸς ἀνθρωπίνης, i.e. not made by mortal hand, Hdn.1.11.1.
German (Pape)
[Seite 1392] adj. verb. von ψαύω, berührt, zu berühren.
Greek (Liddell-Scott)
ψαυστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, ψηλαφητός, Ἡρῳδιαν. 1. 11.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ψαύω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψαύσει, να τον αγγίξει ελαφρά ή να τον χαϊδέψει ερωτικά.