ἐπάρκεια: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eparkeia
|Transliteration C=eparkeia
|Beta Code=e)pa/rkeia
|Beta Code=e)pa/rkeia
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">help, support</b>, <span class="bibl">Plb.1.48.5</span>, al.: pl., αἱ τῶν συμμάχων ἐ. <span class="bibl">Id.6.52.5</span>; <b class="b3">ἐ. καὶ χορηγίαι</b> ib.<span class="bibl">49.7</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[help]], [[support]], Plb.1.48.5, al.: pl., αἱ τῶν συμμάχων ἐ. Id.6.52.5; <b class="b3">ἐ. καὶ χορηγίαι</b> ib.49.7.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] ἡ, die Hülfe, bes. die Zufuhr, Pol. 5, 51, 10; auch im plur., 6, 49, 7.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπάρκεια:''' ας ἡ тж. pl. помощь, пособие Polyb.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπάρκεια''': ἡ, τὸ ἐπαρκεῖν εἰς τροφὰς ἢ χρήματα, πορισμὸς ἐπιτηδείων ἢ χρημάτων, Πολύβ. 5. 51, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., ζωοτροφίαι, ὁ αὐτὸς 6. 49, 7· πρβλ. [[ἐπαρκέω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐπάρκεια]]) [[επαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας ή ενός πράγματος («[[επάρκεια]] τροφίμων»)<br /><b>2.</b> [[ικανότητα]], αξιωσύνη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]], [[ενίσχυση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἐπάρκειαι</i><br />τα εφόδια, οι ζωοτροφές.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάρκεια Medium diacritics: ἐπάρκεια Low diacritics: επάρκεια Capitals: ΕΠΑΡΚΕΙΑ
Transliteration A: epárkeia Transliteration B: eparkeia Transliteration C: eparkeia Beta Code: e)pa/rkeia

English (LSJ)

ἡ, help, support, Plb.1.48.5, al.: pl., αἱ τῶν συμμάχων ἐ. Id.6.52.5; ἐ. καὶ χορηγίαι ib.49.7.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, die Hülfe, bes. die Zufuhr, Pol. 5, 51, 10; auch im plur., 6, 49, 7.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάρκεια: ας ἡ тж. pl. помощь, пособие Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάρκεια: ἡ, τὸ ἐπαρκεῖν εἰς τροφὰς ἢ χρήματα, πορισμὸς ἐπιτηδείων ἢ χρημάτων, Πολύβ. 5. 51, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., ζωοτροφίαι, ὁ αὐτὸς 6. 49, 7· πρβλ. ἐπαρκέω.

Greek Monolingual

η (Α ἐπάρκεια) επαρκής
νεοελλ.
1. η ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας ή ενός πράγματος («επάρκεια τροφίμων»)
2. ικανότητα, αξιωσύνη
αρχ.
1. βοήθεια, επικουρία, ενίσχυση
2. στον πληθ. αἱ ἐπάρκειαι
τα εφόδια, οι ζωοτροφές.