οὐρεσιφοίτης: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ouresifoitis | |Transliteration C=ouresifoitis | ||
|Beta Code=ou)resifoi/ths | |Beta Code=ou)resifoi/ths | ||
|Definition= | |Definition=οὐρεσιφοίτου, ὁ, [[mountain-haunting]], ib.9.524.16,525.16 codd., etc.:—fem. [[οὐρεσιφοῖτις]], ιδος, Orph.''H.''1.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
οὐρεσιφοίτου, ὁ, mountain-haunting, ib.9.524.16,525.16 codd., etc.:—fem. οὐρεσιφοῖτις, ιδος, Orph.H.1.8.
German (Pape)
[Seite 418] ὁ, = οὐρεόφοιτος, so heißen Bacchus u. Apollo, Hymn. (IX, 524. 525, 16).
Russian (Dvoretsky)
οὐρεσῐφοίτης: ου adj. m посещающий горы (эпитет Вакха и Аполлона) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρεσιφοίτης: -ου, = οὐρεόφοιτος, Ἀνθ. Π. 9. 524., 525, 16 κτλ.· - θηλ. οὐρεσιφοῖτις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 7, Νόνν. Δ. 9. 76.
Greek Monolingual
οὐρεσιφοίτης, ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῑτις, -ίτιδος (Α)
αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι του οὖρος, -εος (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) + -φοίτης (< φοιτῶ)].
Greek Monotonic
οὐρεσιφοίτης: -ου, ὁ, = οὐρεόφοιτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
οὐρεσι-φοίτης, ου, ὁ, = οὐρεόφοιτος, Anth.]