μαλακτός: Difference between revisions
From LSJ
Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malaktos | |Transliteration C=malaktos | ||
|Beta Code=malakto/s | |Beta Code=malakto/s | ||
|Definition= | |Definition=μαλακτή, μαλακτόν, [[that can be softened]], as [[iron]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''385a13, al. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
μαλακτή, μαλακτόν, that can be softened, as iron, Arist.Mete.385a13, al.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκτός: размягчаемый, плавящийся, плавкий (κρύσταλλος, σίδηρος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μαλακτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν σίδηρον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μαλακτός, -ή, -όν, Μ και μαλαχτός, -ή, -όν) μαλάσσω
αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, εύπλαστος
νεοελλ.
(μεταλργ.) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία με σφυρηλάτηση ή με έλαση.
επίρρ...
μαλακτά (Μ)
ήρεμα, με ήπιο τρόπο.