διακάτοχος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "Gloss" to "Gloss") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diakatochos | |Transliteration C=diakatochos | ||
|Beta Code=diaka/toxos | |Beta Code=diaka/toxos | ||
|Definition= | |Definition=διακάτοχον, [[holding]], [[possessing]], ''Glossaria'', = Lat. [[bonorum possessor]], ''PSI''3.183 (v A.D.), etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ jur. [[poseedor]], [[propietario]] trad. de lat. <i>(bonorum) possessor</i> ref. a la pers. designada como heredero en ausencia de testamento y de parientes cercanos οὐκ [[ἐγώ]], οὐ κληρονόμοι μου, οὐ διάδοχοι, οὐ διακάτοχοι <i>PMich.Gagos</i> 43 (VI d.C.), cf. <i>PSI</i> 183.12, <i>POxy</i>.2270.10, <i>Stud.Pal</i>.1.p.7.2.21 (todos V d.C.), <i>PMonac</i>.1.38 (VI d.C.), <i>PBodl</i>.45.30, <i>Tav.Lign.Cer</i>.2.8 (ambos VII d.C.), <i>Cod.Theod</i>.10.16.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακάτοχος''': -ον, ὁ κατέχων, ὁ ἔχων ὡς [[κτῆμα]], Γλωσσ. | |lstext='''διακάτοχος''': -ον, ὁ κατέχων, ὁ ἔχων ὡς [[κτῆμα]], Γλωσσ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[διακάτοχος]]) [[διακατέχω]]<br />αυτός που έχει υπό την προσωρινή [[κατοχή]] του [[κάτι]], [[συνήθως]] [[οικία]] ή [[κτήμα]] και νέμεται τα έσοδα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[κληρονόμος]]. | |mltxt=ο (AM [[διακάτοχος]]) [[διακατέχω]]<br />αυτός που έχει υπό την προσωρινή [[κατοχή]] του [[κάτι]], [[συνήθως]] [[οικία]] ή [[κτήμα]] και νέμεται τα έσοδα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[κληρονόμος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
διακάτοχον, holding, possessing, Glossaria, = Lat. bonorum possessor, PSI3.183 (v A.D.), etc.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ jur. poseedor, propietario trad. de lat. (bonorum) possessor ref. a la pers. designada como heredero en ausencia de testamento y de parientes cercanos οὐκ ἐγώ, οὐ κληρονόμοι μου, οὐ διάδοχοι, οὐ διακάτοχοι PMich.Gagos 43 (VI d.C.), cf. PSI 183.12, POxy.2270.10, Stud.Pal.1.p.7.2.21 (todos V d.C.), PMonac.1.38 (VI d.C.), PBodl.45.30, Tav.Lign.Cer.2.8 (ambos VII d.C.), Cod.Theod.10.16.1.
German (Pape)
[Seite 581] ὸ, der Besitzer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακάτοχος: -ον, ὁ κατέχων, ὁ ἔχων ὡς κτῆμα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (AM διακάτοχος) διακατέχω
αυτός που έχει υπό την προσωρινή κατοχή του κάτι, συνήθως οικία ή κτήμα και νέμεται τα έσοδα
αρχ.-μσν.
ο κληρονόμος.