ἀμβλυντικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amvlyntikos
|Transliteration C=amvlyntikos
|Beta Code=a)mbluntiko/s
|Beta Code=a)mbluntiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[apt to dull]], ὄψεως Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.2.64b</span>, cf. Dsc.1.69, Antyll. ap.<span class="bibl">Orib.10.24</span>.</span>
|Definition=ἀμβλυντική, ἀμβλυντικόν, [[apt to dull]], ὄψεως Diph.Siph. ap. Ath.2.64b, cf. Dsc.1.69, Antyll. ap.Orib.10.24.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[embolador]] ὄψεως Diph.Siph. en Ath.64b.<br /><b class="num">2</b> [[que reduce o suaviza]] στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτων Dsc.1.69, δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκων Dsc.1.101, τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί Antyll. en Orib.10.24.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμβλυντικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀμβλύνῃ, ὄψεως Δίφ. παρ’ Ἀθην. 64Β.
|lstext='''ἀμβλυντικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀμβλύνῃ, ὄψεως Δίφ. παρ’ Ἀθην. 64Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[embolador]] ὄψεως Diph.Siph. en Ath.64b.<br /><b class="num">2</b> [[que reduce o suaviza]] στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτων Dsc.1.69, δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκων Dsc.1.101, τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί Antyll. en Orib.10.24.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμβλυντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμβλύνω]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τικός</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμβλυντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμβλύνω]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τικός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλυντικός Medium diacritics: ἀμβλυντικός Low diacritics: αμβλυντικός Capitals: ΑΜΒΛΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: amblyntikós Transliteration B: amblyntikos Transliteration C: amvlyntikos Beta Code: a)mbluntiko/s

English (LSJ)

ἀμβλυντική, ἀμβλυντικόν, apt to dull, ὄψεως Diph.Siph. ap. Ath.2.64b, cf. Dsc.1.69, Antyll. ap.Orib.10.24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 embolador ὄψεως Diph.Siph. en Ath.64b.
2 que reduce o suaviza στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτων Dsc.1.69, δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκων Dsc.1.101, τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί Antyll. en Orib.10.24.3.

German (Pape)

[Seite 118] zum Abstumpfen geschickt, ὄψεως Ath. II, 64 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλυντικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀμβλύνῃ, ὄψεως Δίφ. παρ’ Ἀθην. 64Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμβλυντικός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύνω + παραγ. κατάλ. -τικός].