φαρμακοποιΐα: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=farmakopoiia
|Transliteration C=farmakopoiia
|Beta Code=farmakopoii+/a
|Beta Code=farmakopoii+/a
|Definition=ἡ, [[pharmacopoeia]], [[pharmacy]], [[preparation of drugs]], [[the art of preparing medicines]] <span class="bibl">D.L.7.117</span>.
|Definition=ἡ, [[pharmacopoeia]], [[pharmacy]], [[preparation of drugs]], the [[art of preparing medicines]] D.L.7.117.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] ἡ, das Zubereiten der Arzneien u. s. w., die Kunst des [[φαρμακοποιός]], Sp.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[φαρμακοποιΐα]], ΝΑ [[φαρμακοποιός]]<br />η [[τέχνη]] της παρασκευής φαρμάκων<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συλλογή]] μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την [[παρασκευή]] τους.
|mltxt=η / [[φαρμακοποιΐα]], ΝΑ [[φαρμακοποιός]]<br />η [[τέχνη]] της παρασκευής φαρμάκων<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συλλογή]] μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την [[παρασκευή]] τους.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] ἡ, das Zubereiten der Arzneien u. s. w., die Kunst des [[φαρμακοποιός]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοποιΐα Medium diacritics: φαρμακοποιΐα Low diacritics: φαρμακοποιία Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: pharmakopoiḯa Transliteration B: pharmakopoiia Transliteration C: farmakopoiia Beta Code: farmakopoii+/a

English (LSJ)

ἡ, pharmacopoeia, pharmacy, preparation of drugs, the art of preparing medicines D.L.7.117.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, das Zubereiten der Arzneien u. s. w., die Kunst des φαρμακοποιός, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοποιΐα:искусство приготовления снадобий Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοποιία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ φαρμακοποιοῦ, Διογέν. Λαέρτ. 7. 117.

Greek Monolingual

η / φαρμακοποιΐα, ΝΑ φαρμακοποιός
η τέχνη της παρασκευής φαρμάκων
νεοελλ.
συλλογή μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την παρασκευή τους.