ἀνεσταλμένως: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anestalmenos | |Transliteration C=anestalmenos | ||
|Beta Code=a)nestalme/nws | |Beta Code=a)nestalme/nws | ||
|Definition=Adv. pf. part. Pass. of [[ἀναστέλλω]], | |Definition=Adv. pf. part. Pass. of [[ἀναστέλλω]], [[tucked up]], ''Glossaria'' on [[ἐπιστολάδην]], Sch.Hes.''Sc.''287. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. de [[ἀναστέλλω]] [[con la ropa arremangada]] glos. de ἐπιστολάδην Sch.Hes.<i>Sc</i>.287G. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεσταλμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀναστέλλω]]· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου [[ὅπως]] ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι Ἡρακλ. λέξιν [[ἐπιστολάδην]]: [[ἐπιστολάδην]] δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 287, [[ὥστε]] σημαίνει ἀνεζωσμένως. | |lstext='''ἀνεσταλμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀναστέλλω]]· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου [[ὅπως]] ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι Ἡρακλ. λέξιν [[ἐπιστολάδην]]: [[ἐπιστολάδην]] δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 287, [[ὥστε]] σημαίνει ἀνεζωσμένως. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἀναστέλλω, tucked up, Glossaria on ἐπιστολάδην, Sch.Hes.Sc.287.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἀναστέλλω con la ropa arremangada glos. de ἐπιστολάδην Sch.Hes.Sc.287G.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεσταλμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀναστέλλω· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου ὅπως ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι Ἡρακλ. λέξιν ἐπιστολάδην: ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 287, ὥστε σημαίνει ἀνεζωσμένως.