καμηλέμπορος: Difference between revisions

From LSJ

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kamilemporos
|Transliteration C=kamilemporos
|Beta Code=kamhle/mporos
|Beta Code=kamhle/mporos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who carries his wares on a camel</b>, of merchants travelling in caravans, <span class="bibl">Str.17.1.45</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[one who carries his wares on a camel]], of [[merchant]]s [[travel]]ling in [[caravan]]s, Str.17.1.45.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμηλέμπορος''': ὁ, ὁ ἐπὶ καμήλων μεταφέρων τὰ ἐμπορεύματα [[αὐτοῦ]] [[ἔμπορος]], Στράβ. 815.
|lstext='''κᾰμηλέμπορος''': ὁ, ὁ ἐπὶ καμήλων μεταφέρων τὰ ἐμπορεύματα [[αὐτοῦ]] [[ἔμπορος]], Στράβ. 815.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καμηλέμπορος]])<br />[[έμπορος]] που μεταφέρει τα εμπορεύματά του με καμήλες («ἐνυκτοπόρουν πρὸς τὰ ἄστρα βλέποντες οἱ καμηλέμποροι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έμπορος]] που ασχολείται με το [[εμπόριο]] καμήλας.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλέμπορος Medium diacritics: καμηλέμπορος Low diacritics: καμηλέμπορος Capitals: ΚΑΜΗΛΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: kamēlémporos Transliteration B: kamēlemporos Transliteration C: kamilemporos Beta Code: kamhle/mporos

English (LSJ)

ὁ, one who carries his wares on a camel, of merchants travelling in caravans, Str.17.1.45.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, der Kaufmann, der seine Waaren in Karavanen auf Kameelen fortführt, Strab. XVII, 815.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλέμπορος: ὁ, ὁ ἐπὶ καμήλων μεταφέρων τὰ ἐμπορεύματα αὐτοῦ ἔμπορος, Στράβ. 815.

Greek Monolingual

ο (Α καμηλέμπορος)
έμπορος που μεταφέρει τα εμπορεύματά του με καμήλες («ἐνυκτοπόρουν πρὸς τὰ ἄστρα βλέποντες οἱ καμηλέμποροι», Στράβ.)
νεοελλ.
έμπορος που ασχολείται με το εμπόριο καμήλας.