ἱεροσύλημα: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ierosylima | |Transliteration C=ierosylima | ||
|Beta Code=i(erosu/lhma | |Beta Code=i(erosu/lhma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[sacrilegious plunder]], [[LXX]] ''2 Ma.''4.39; [[sacrilege]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] τό, das aus einem Tempel Geraubte, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] τό, das aus einem Tempel Geraubte, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἱεροσύλημα''': τό, [[ἱερόσυλος]] [[διαρπαγή]], κλοπὴ δι’ ἱεροσυλίας, [[ἱεροσυλία]], γενομένων δὲ πολλῶν ἱεροσυλημάτων κατὰ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 39). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἱεροσυλημάτων· τῶν κλοπῶν τοῦ ἱεροῦ». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἱεροσύλημα]]) [[ιεροσυλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[αντικείμενο]] που προέρχεται από [[ιεροσυλία]], το [[ιερό]] [[αντικείμενο]] που έχει κλαπεί από ναό<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ενέργεια]] του [[ιεροσυλώ]], [[κλοπή]] ή [[διαρπαγή]] ιερών αντικειμένων, [[ιεροσυλία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, sacrilegious plunder, LXX 2 Ma.4.39; sacrilege, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1243] τό, das aus einem Tempel Geraubte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροσύλημα: τό, ἱερόσυλος διαρπαγή, κλοπὴ δι’ ἱεροσυλίας, ἱεροσυλία, γενομένων δὲ πολλῶν ἱεροσυλημάτων κατὰ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 39). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἱεροσυλημάτων· τῶν κλοπῶν τοῦ ἱεροῦ».
Greek Monolingual
το (Α ἱεροσύλημα) ιεροσυλώ
νεοελλ.
το αντικείμενο που προέρχεται από ιεροσυλία, το ιερό αντικείμενο που έχει κλαπεί από ναό
αρχ.
η ενέργεια του ιεροσυλώ, κλοπή ή διαρπαγή ιερών αντικειμένων, ιεροσυλία.