ἀσκέπαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askepastos
|Transliteration C=askepastos
|Beta Code=a)ske/pastos
|Beta Code=a)ske/pastos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">uncovered</b>, Dsc.5.114, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.23.10</span>, <span class="title">Gp.</span> 7.19.3, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1722</span> (vi A. D.).</span>
|Definition=ἀσκέπαστον, [[uncovered]], Dsc.5.114, Antyll. ap. Orib.6.23.10, ''Gp.'' 7.19.3, ''PLond.''5.1722 (vi A. D.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[descubierto]], [[sin protección]] de una planta medicinal, Dsc.5.114, τὸ φορεῖον Antyll. en Orib.6.23.10, μηδὲν Gal.18(1).540<br /><b class="num">•</b>[[destapado]] πίθοι <i>Gp</i>.7.19.3<br /><b class="num"></b>[[que tiene lugar al aire libre]] συμπόσια <i>PLond</i>.1722.22 (VI d.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκέπαστος''': ον ὁ μὴ ἐσκεπασμένος, Διοσκ. 5. 132· - [[ὡσαύτως]] ἀσκεπής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 260: - καὶ ἄσκεπος, ον, Ψευδ-Λουκ. Φιλόπατρ. 21.
|lstext='''ἀσκέπαστος''': ον ὁ μὴ ἐσκεπασμένος, Διοσκ. 5. 132· - [[ὡσαύτως]] ἀσκεπής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 260: - καὶ ἄσκεπος, ον, Ψευδ-Λουκ. Φιλόπατρ. 21.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[descubierto]], [[sin protección]] de una planta medicinal, Dsc.5.114, τὸ φορεῖον Antyll. en Orib.6.23.10, μηδὲν Gal.18(1).540<br /><b class="num">•</b>[[destapado]] πίθοι <i>Gp</i>.7.19.3<br /><b class="num">•</b>[[que tiene lugar al aire libre]] συμπόσια <i>PLond</i>.1722.22 (VI d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκέπαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[σκεπή]] ή [[σκέπασμα]], ο [[ακάλυπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ακάλυπτο το [[κεφάλι]] του<br /><b>2.</b> ο [[απροστάτευτος]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που λέγεται [[χωρίς]] [[προσπάθεια]] συγκάλυψης, απροκάλυπτα («τ' ασκέπαστα [[λόγια]] του Αριστοφάνη»).
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκέπαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[σκεπή]] ή [[σκέπασμα]], ο [[ακάλυπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ακάλυπτο το [[κεφάλι]] του<br /><b>2.</b> ο [[απροστάτευτος]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που λέγεται [[χωρίς]] [[προσπάθεια]] συγκάλυψης, απροκάλυπτα («τ' ασκέπαστα [[λόγια]] του Αριστοφάνη»).
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκέπαστος Medium diacritics: ἀσκέπαστος Low diacritics: ασκέπαστος Capitals: ΑΣΚΕΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asképastos Transliteration B: askepastos Transliteration C: askepastos Beta Code: a)ske/pastos

English (LSJ)

ἀσκέπαστον, uncovered, Dsc.5.114, Antyll. ap. Orib.6.23.10, Gp. 7.19.3, PLond.5.1722 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
descubierto, sin protección de una planta medicinal, Dsc.5.114, τὸ φορεῖον Antyll. en Orib.6.23.10, μηδὲν Gal.18(1).540
destapado πίθοι Gp.7.19.3
que tiene lugar al aire libre συμπόσια PLond.1722.22 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 371] unbedeckt, Sp., z. B. Geop.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκέπαστος: ον ὁ μὴ ἐσκεπασμένος, Διοσκ. 5. 132· - ὡσαύτως ἀσκεπής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 260: - καὶ ἄσκεπος, ον, Ψευδ-Λουκ. Φιλόπατρ. 21.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσκέπαστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκεπή ή σκέπασμα, ο ακάλυπτος
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του
2. ο απροστάτευτος
3. εκείνος που λέγεται χωρίς προσπάθεια συγκάλυψης, απροκάλυπτα («τ' ασκέπαστα λόγια του Αριστοφάνη»).