χειρωνάκτης: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheironaktis
|Transliteration C=cheironaktis
|Beta Code=xeirwna/kths
|Beta Code=xeirwna/kths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[χειρῶναξ]], Zonar.: <b class="b3">-ακτέων</b> (gen. pl.) is f.l. in <span class="bibl">Hp. <span class="title">Acut.</span>44</span>.</span>
|Definition=χειρωνάκτου, ὁ, = [[χειρῶναξ]], Zonar.: -ακτέων (gen. pl.) is [[falsa lectio|f.l.]] in Hp. ''Acut.''44.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρωνάκτης''': -ου, ὁ, σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[χειρῶναξ]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 391, Διονύσ. Ἁλ. 6. 51· πρβλ. Λοβέκ. Παραλ. 181· - Ρῆμ. -[[κτέω]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 435.
|lstext='''χειρωνάκτης''': -ου, ὁ, σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[χειρῶναξ]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 391, Διονύσ. Ἁλ. 6. 51· πρβλ. Λοβέκ. Παραλ. 181· - Ρῆμ. -[[κτέω]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 435.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[χειρώνακτας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[χειρῶναξ]], -<i>ακτος</i>, σχηματισμένος [[κατά]] τη θεματική [[κλίση]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρωνάκτης Medium diacritics: χειρωνάκτης Low diacritics: χειρωνάκτης Capitals: ΧΕΙΡΩΝΑΚΤΗΣ
Transliteration A: cheirōnáktēs Transliteration B: cheirōnaktēs Transliteration C: cheironaktis Beta Code: xeirwna/kths

English (LSJ)

χειρωνάκτου, ὁ, = χειρῶναξ, Zonar.: -ακτέων (gen. pl.) is f.l. in Hp. Acut.44.

German (Pape)

[Seite 1348] ὁ, seltenere Form für χειρῶναξ, Hippocr. Davon

Greek (Liddell-Scott)

χειρωνάκτης: -ου, ὁ, σπανιώτερος τύπος τοῦ χειρῶναξ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 391, Διονύσ. Ἁλ. 6. 51· πρβλ. Λοβέκ. Παραλ. 181· - Ρῆμ. -κτέω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 435.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο χειρώνακτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του χειρῶναξ, -ακτος, σχηματισμένος κατά τη θεματική κλίση].