καρποποιός: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karpopoios | |Transliteration C=karpopoios | ||
|Beta Code=karpopoio/s | |Beta Code=karpopoio/s | ||
|Definition= | |Definition=καρποποιόν, [[making fruit]], of [[Demeter]], E.''Rh.''964:—later καρπο-ποιητικός Phlp.''in GA''193.21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
καρποποιόν, making fruit, of Demeter, E.Rh.964:—later καρπο-ποιητικός Phlp.in GA193.21.
German (Pape)
[Seite 1328] Frucht hervorbringend, Demeter, Eur. Rhes. 964.
Russian (Dvoretsky)
καρποποιός: производящий плоды (Δημήτηρ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
καρποποιός: -όν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, ἡ ποιοῦσα, παράγουσα καρπόν, Εὐρ. Ρῆσ. 964.
Greek Monolingual
καρποποιός, -όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῦ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδοποιός, ηθοποιός.