καθάρυλλος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katharyllos
|Transliteration C=katharyllos
|Beta Code=kaqa/rullos
|Beta Code=kaqa/rullos
|Definition=ον, Com. Dim. of [[καθαρός]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dainty</b>, ἄρτοι <span class="bibl">Pl.Com.86</span>. Adv. -λλως <span class="bibl">Cratin.27</span>.</span>
|Definition=καθάρυλλον, Com. ''Dim. of'' [[καθαρός]], [[dainty]], ἄρτοι Pl.Com.86. Adv. [[καθαρύλλλως]] Cratin.27.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθάρυλλος''': -ον, κωμικὸν ὑποκορ. τοῦ [[καθαρός]], «καθαρούτσικος», ἄρτους πριάμενος μὴ τῶν καθαρύλλων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾶ» 1. - Ἐπίρρ. καθαρύλλως, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7.
|lstext='''καθάρυλλος''': -ον, κωμικὸν ὑποκορ. τοῦ [[καθαρός]], «καθαρούτσικος», ἄρτους πριάμενος μὴ τῶν καθαρύλλων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾶ» 1. - Ἐπίρρ. καθαρύλλως, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθάρυλλος]], -ον (Α)<br />(κωμ. υποκορ. του [[καθαρός]]) [[κάπως]] [[καθαρός]], λίγο [[καθαρός]], [[καθαρούτσικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθαρύλλως</i> (Α)<br />[[κάπως]] [[καθαρά]], καθαρούτσικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>υλλος</i> ([[πρβλ]]. [[άρκυλλος]], [[μάτρυλλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθάρυλλος Medium diacritics: καθάρυλλος Low diacritics: καθάρυλλος Capitals: ΚΑΘΑΡΥΛΛΟΣ
Transliteration A: katháryllos Transliteration B: katharyllos Transliteration C: katharyllos Beta Code: kaqa/rullos

English (LSJ)

καθάρυλλον, Com. Dim. of καθαρός, dainty, ἄρτοι Pl.Com.86. Adv. καθαρύλλλως Cratin.27.

German (Pape)

[Seite 1282] dim. zu καθαρός, säuberlich, Plat. com. bei Ath. III, 110 d; auch adv., Cratin. ib. IX, 396 b.

Greek (Liddell-Scott)

καθάρυλλος: -ον, κωμικὸν ὑποκορ. τοῦ καθαρός, «καθαρούτσικος», ἄρτους πριάμενος μὴ τῶν καθαρύλλων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾶ» 1. - Ἐπίρρ. καθαρύλλως, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7.

Greek Monolingual

καθάρυλλος, -ον (Α)
(κωμ. υποκορ. του καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός, καθαρούτσικος.
επίρρ...
καθαρύλλως (Α)
κάπως καθαρά, καθαρούτσικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + υποκορ. κατάλ. -υλλος (πρβλ. άρκυλλος, μάτρυλλος)].