καθάρυλλος
From LSJ
τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
English (LSJ)
καθάρυλλον, Com. Dim. of καθαρός, dainty, ἄρτοι Pl.Com.86. Adv. καθαρύλλλως Cratin.27.
German (Pape)
[Seite 1282] dim. zu καθαρός, säuberlich, Plat. com. bei Ath. III, 110 d; auch adv., Cratin. ib. IX, 396 b.
Greek (Liddell-Scott)
καθάρυλλος: -ον, κωμικὸν ὑποκορ. τοῦ καθαρός, «καθαρούτσικος», ἄρτους πριάμενος μὴ τῶν καθαρύλλων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾶ» 1. - Ἐπίρρ. καθαρύλλως, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7.
Greek Monolingual
καθάρυλλος, -ον (Α)
(κωμ. υποκορ. του καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός, καθαρούτσικος.
επίρρ...
καθαρύλλως (Α)
κάπως καθαρά, καθαρούτσικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + υποκορ. κατάλ. -υλλος (πρβλ. άρκυλλος, μάτρυλλος)].