πολύστροιβος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polystroivos
|Transliteration C=polystroivos
|Beta Code=polu/stroibos
|Beta Code=polu/stroibos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[much-tossed]], [[tempestuous]], <b class="b3">θάλασσα, Νεῖλος</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>6</span>, <span class="bibl"><span class="title">Th.</span> 310</span>.</span>
|Definition=πολύστροιβον, [[much-tossed]], [[tempestuous]], [[θάλασσα]], [[Νεῖλος]], Nic.''Al.''6, ''Th.'' 310.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ποιητ. τ. και μτγν. τ. [[πολύστροβος]], Α<br />(για [[θάλασσα]], ποταμό) αυτός που πραγματοποιεί πολλές συστροφές, [[ταραχώδης]], [[τρικυμιώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στρόβος]] «[[συστροφή]], [[περιστροφή]]»].
|mltxt=-ον, ποιητ. τ. και μτγν. τ. [[πολύστροβος]], Α<br />(για [[θάλασσα]], ποταμό) αυτός που πραγματοποιεί πολλές συστροφές, [[ταραχώδης]], [[τρικυμιώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στρόβος]] «[[συστροφή]], [[περιστροφή]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστροιβος Medium diacritics: πολύστροιβος Low diacritics: πολύστροιβος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΡΟΙΒΟΣ
Transliteration A: polýstroibos Transliteration B: polystroibos Transliteration C: polystroivos Beta Code: polu/stroibos

English (LSJ)

πολύστροιβον, much-tossed, tempestuous, θάλασσα, Νεῖλος, Nic.Al.6, Th. 310.

Greek Monolingual

-ον, ποιητ. τ. και μτγν. τ. πολύστροβος, Α
(για θάλασσα, ποταμό) αυτός που πραγματοποιεί πολλές συστροφές, ταραχώδης, τρικυμιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στρόβος «συστροφή, περιστροφή»].