πωγωνιάτης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pogoniatis | |Transliteration C=pogoniatis | ||
|Beta Code=pwgwnia/ths | |Beta Code=pwgwnia/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾱ], ου, ὁ, = [[πωγωνίτης]], [[epithet]] of [[Zeus]], in Ion. form πωγων-ιήτης, ''EM''698.8, Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που έχει γένια, [[γενειοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πώγων]] «[[πιγούνι]], [[γένι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτης</i> ( | |mltxt=ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που έχει γένια, [[γενειοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πώγων]] «[[πιγούνι]], [[γένι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτης</i> ([[πρβλ]]. [[λειμωνιάτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ, = πωγωνίτης, epithet of Zeus, in Ion. form πωγων-ιήτης, EM698.8, Suid.
German (Pape)
[Seite 826] ὁ, ion. πωγωνιήτης, bärtig, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πωγωνιάτης: [ᾱ], -ου, Ἰων. -ήτης, ὁ, = πωγωνίτης, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μέγ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α
(ως προσωνυμία του Διός) αυτός που έχει γένια, γενειοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. -ιάτης (πρβλ. λειμωνιάτης)].