κόττανον: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kottanon
|Transliteration C=kottanon
|Beta Code=ko/ttanon
|Beta Code=ko/ttanon
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[small]] kind of [[fig]], <span class="bibl">Ath.9.385a</span>, prob. in <span class="bibl">Id.3.119b</span>: Lat.[[cottanum]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>13.51</span>.</span>
|Definition=τό, [[small]] kind of [[fig]], Ath.9.385a, prob. in Id.3.119b: Lat. [[cottanum]], Plin.''HN''13.51.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόττανον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μικρού σύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κόττανον]], όπως και η λ. [[κοττάνα]], [[είναι]] πιθ. σημιτ. δάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>q</i><i>ā</i><i>t</i><i>ā</i><i>n</i>, <i>q</i><sup>e</sup><i>tannim</i> «[[μικρός]]». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cottana</i>].
|mltxt=[[κόττανον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μικρού σύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κόττανον]], όπως και η λ. [[κοττάνα]], [[είναι]] πιθ. σημιτ. δάνεια, [[πρβλ]]. εβρ. <i>q</i><i>ā</i><i>t</i><i>ā</i><i>n</i>, <i>q</i><sup>e</sup><i>tannim</i> «[[μικρός]]». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cottana</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόττᾰνον Medium diacritics: κόττανον Low diacritics: κόττανον Capitals: ΚΟΤΤΑΝΟΝ
Transliteration A: kóttanon Transliteration B: kottanon Transliteration C: kottanon Beta Code: ko/ttanon

English (LSJ)

τό, small kind of fig, Ath.9.385a, prob. in Id.3.119b: Lat. cottanum, Plin.HN13.51.

German (Pape)

[Seite 1494] τό, eine Art kleiner Feigen, Ath. IX, 385 a, vgl. III, 119 a; cottanum od. coctanum. Martial. 7, 89.

Greek (Liddell-Scott)

κόττᾰνον: τό, εἶδος μικροῦ σύκου, Ἀθήν. 385Η, κτλ.· οὕτω: cottanum, Πλίν. 13, 10., 15, 21, Μαρτιαλ., Ἰουβενάλ.

Greek Monolingual

κόττανον, τὸ (Α)
είδος μικρού σύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κόττανον, όπως και η λ. κοττάνα, είναι πιθ. σημιτ. δάνεια, πρβλ. εβρ. qātān, qetannim «μικρός». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cottana].