Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
Full diacritics: κοττάνα | Medium diacritics: κοττάνα | Low diacritics: κοττάνα | Capitals: ΚΟΤΤΑΝΑ |
Transliteration A: kottána | Transliteration B: kottana | Transliteration C: kottana | Beta Code: kotta/na |
κοττάνα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες) παρθένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κόττανον και με εβρ. τ. qātōn + θηλ. qetannā «μικρή, νέα, ανήλικο κορίτσι»].