κοττάνα

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοττάνα Medium diacritics: κοττάνα Low diacritics: κοττάνα Capitals: ΚΟΤΤΑΝΑ
Transliteration A: kottána Transliteration B: kottana Transliteration C: kottana Beta Code: kotta/na

English (LSJ)

ἡ, = παρθένος (Cret.), Hsch.

Greek Monolingual

κοττάνα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες) παρθένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κόττανον και με εβρ. τ. qātōn + θηλ. qetannā «μικρή, νέα, ανήλικο κορίτσι»].