εὐκτήδων: Difference between revisions
From LSJ
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efktidon | |Transliteration C=efktidon | ||
|Beta Code=eu)kth/dwn | |Beta Code=eu)kth/dwn | ||
|Definition=ον, | |Definition=εὐκτήδον, gen. ονος, [[straight-grained]], of wood, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.1.11. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1076.png Seite 1076]] od. εὐκτήδονος, geradfaserig ([[κτηδών]]), dah. leicht zu spalten, vom Holze, Theophr. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐκτήδων''': -ον, γεν. ονος, ([[κτηδών]]) ἔχων εὐθείας ἶνας· [[ἐντεῦθεν]], εὐκόλως σχιζόμενος, ἐπὶ ξύλου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11· πρβλ. [[εὐκέατος]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐκτήδων]], -ον (Α)<br />(για [[ξύλο]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες<br /><b>2.</b> αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κτηδών]] «ίνα του ξύλου»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐκτήδον, gen. ονος, straight-grained, of wood, Thphr. HP 5.1.11.
German (Pape)
[Seite 1076] od. εὐκτήδονος, geradfaserig (κτηδών), dah. leicht zu spalten, vom Holze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκτήδων: -ον, γεν. ονος, (κτηδών) ἔχων εὐθείας ἶνας· ἐντεῦθεν, εὐκόλως σχιζόμενος, ἐπὶ ξύλου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11· πρβλ. εὐκέατος.
Greek Monolingual
εὐκτήδων, -ον (Α)
(για ξύλο)
1. αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες
2. αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτηδών «ίνα του ξύλου»].