εὐπεριαίρετος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efperiairetos
|Transliteration C=efperiairetos
|Beta Code=eu)periai/retos
|Beta Code=eu)periai/retos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easily stripped off</b>, φλοιός <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.1.1</span>.</span>
|Definition=εὐπεριαίρετον, [[easily stripped off]], φλοιός [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.1.1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπεριαίρετος''': -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, [[τότε]] γὰρ [[εὐπεριαίρετος]] ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος [[αὐτόθι]].
|lstext='''εὐπεριαίρετος''': -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, [[τότε]] γὰρ [[εὐπεριαίρετος]] ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπεριαίρετος]], -ον (Α)<br />(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται [[γύρω]] [[γύρω]] εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-[[αιρετός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-[[αιρώ]])].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[leicht]] [[ringsum]] [[wegzunehmen]]</i>, [[φλοιός]], Theophr.
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπεριαίρετος Medium diacritics: εὐπεριαίρετος Low diacritics: ευπεριαίρετος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: euperiaíretos Transliteration B: euperiairetos Transliteration C: efperiairetos Beta Code: eu)periai/retos

English (LSJ)

εὐπεριαίρετον, easily stripped off, φλοιός Thphr. HP 5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπεριαίρετος: -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, τότε γὰρ εὐπεριαίρετος ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος αὐτόθι.

Greek Monolingual

εὐπεριαίρετος, -ον (Α)
(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται γύρω γύρω εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-αιρετός (< περι-αιρώ)].

German (Pape)

leicht ringsum wegzunehmen, φλοιός, Theophr.