δυσείκαστος: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dyseikastos | |Transliteration C=dyseikastos | ||
|Beta Code=dusei/kastos | |Beta Code=dusei/kastos | ||
|Definition= | |Definition=δυσείκαστον, [[hard to make out]], of Thucydides' style, D.H. ''Lys.''4, cf. Luc.''Icar.''4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas]] τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκαστα D.H.<i>Lys</i>.4.2, τούτων ὁ νοῦς ... δ. D.H.<i>Th</i>.40.4, cf. 29.3, de otros abstr. δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσις D.H.1.32, ταῦτα δυσείκαστα πάντα ref. a fenómenos naturales, Luc.<i>Icar</i>.4. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer zu errathen, καὶ [[ἀσαφής]] Dion. Hal. de Lys. 4, u. öfter; Suid. auch = schlecht abgebildet. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δυσείκαστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ εἰκάσῃ τις, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 4, κτλ. 2) κακῶς, ἀπρεπῶς εἰκασθείς, Σουΐδ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσείκαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δύσκολο να εικασθεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] για τον οποίο η [[εικασία]] αποδείχθηκε εσφαλμένη. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:31, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσείκαστον, hard to make out, of Thucydides' style, D.H. Lys.4, cf. Luc.Icar.4.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκαστα D.H.Lys.4.2, τούτων ὁ νοῦς ... δ. D.H.Th.40.4, cf. 29.3, de otros abstr. δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσις D.H.1.32, ταῦτα δυσείκαστα πάντα ref. a fenómenos naturales, Luc.Icar.4.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu errathen, καὶ ἀσαφής Dion. Hal. de Lys. 4, u. öfter; Suid. auch = schlecht abgebildet.
Greek (Liddell-Scott)
δυσείκαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ εἰκάσῃ τις, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 4, κτλ. 2) κακῶς, ἀπρεπῶς εἰκασθείς, Σουΐδ.
Greek Monolingual
δυσείκαστος, -ον (Α)
αυτός που είναι δύσκολο να εικασθεί
2. εκείνος για τον οποίο η εικασία αποδείχθηκε εσφαλμένη.