καταλιφή: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katalifi
|Transliteration C=katalifi
|Beta Code=katalifh/
|Beta Code=katalifh/
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[plastering]], [[whitewashing]], IG22.1664.12 (iv B.C.), <span class="title">OGI</span>737.10 (Memphis, ii B.C.).</span>
|Definition=ἡ, [[plastering]], [[whitewashing]], IG22.1664.12 (iv B.C.), ''OGI''737.10 (Memphis, ii B.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταλιφή]], ἡ (Α)<br />[[αμμοκονίαση]], [[σοβάντισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταλείφω]]. Ο τ. <i>ἀ</i>-<i>λιφ</i>-<i>ή</i>, [[παράλληλος]] του [[ἀλοιφή]], εμφανίζει μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>-<i>bh</i>-, αν δεν πρόκειται [[απλώς]] για ορθογραφικό [[σφάλμα]]].
|mltxt=[[καταλιφή]], ἡ (Α)<br />[[αμμοκονίαση]], [[σοβάντισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταλείφω]]. Ο τ. <i>ἀ</i>-<i>λιφ</i>-<i>ή</i>, [[παράλληλος]] του [[ἀλοιφή]], εμφανίζει μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>-<i>bh</i>-, αν δεν πρόκειται [[απλώς]] για ορθογραφικό [[σφάλμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰλῐφή Medium diacritics: καταλιφή Low diacritics: καταλιφή Capitals: ΚΑΤΑΛΙΦΗ
Transliteration A: kataliphḗ Transliteration B: kataliphē Transliteration C: katalifi Beta Code: katalifh/

English (LSJ)

ἡ, plastering, whitewashing, IG22.1664.12 (iv B.C.), OGI737.10 (Memphis, ii B.C.).

Greek Monolingual

καταλιφή, ἡ (Α)
αμμοκονίαση, σοβάντισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταλείφω. Ο τ. -λιφ-ή, παράλληλος του ἀλοιφή, εμφανίζει μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lei-bh-, αν δεν πρόκειται απλώς για ορθογραφικό σφάλμα].