κουρευτικός: Difference between revisions
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koureftikos | |Transliteration C=koureftikos | ||
|Beta Code=koureutiko/s | |Beta Code=koureutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κουρευτική, κουρευτικόν, = [[κουρεύσιμος]], Sch.E.l.c.; μαχαιρίδια Olymp.''Vit.Pl.''p.3 W. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Barbier]] [[gehörig]], ihm [[eigen]]</i>, μαχαίρια, <i>[[Schermesser]]</i>, Sp. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
κουρευτική, κουρευτικόν, = κουρεύσιμος, Sch.E.l.c.; μαχαιρίδια Olymp.Vit.Pl.p.3 W.
German (Pape)
zum Barbier gehörig, ihm eigen, μαχαίρια, Schermesser, Sp.
Russian (Dvoretsky)
κουρευτικός: Diog. L. = κουρικός.
Greek (Liddell-Scott)
κουρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κουρέα, μαχαίριον Ὀλυμπ. Βίος Πλάτ.· οὕτω κουρεύσιμος, η, ον, Σχόλ. Εὐρ. εἰς Ὀρέστ. 966.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κουρευτικός, -ή, -όν) κουρευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουρευτικά
η αμοιβή του κουρέα, του κουρευτή
2. φρ. «κουρευτική μηχανή»
α) εργαλείο που χρησιμεύει για το κόψιμο τών μαλλιών τών ανθρώπων ή του τριχώματος τών ζώων
β) εργαλείο τών κηπουρών που χρησιμοποιείται για το κόψιμο του χλοοτάπητα, μικρογραφία θεριστικής μηχανής
γ) (υφαντ.) εργαλείο που χρησιμεύει στο κόψιμο τών μάλλινων υφασμάτων και μερικές φορές και τών βαμβακερών.