ἀκατάγγελτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akataggeltos
|Transliteration C=akataggeltos
|Beta Code=a)kata/ggeltos
|Beta Code=a)kata/ggeltos
|Definition=ον, [[unproclaimed]], πόλεμος <span class="bibl">D.H. 1.58</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>12</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">Hisp.</span>11</span>.
|Definition=ἀκατάγγελτον, [[unproclaimed]], πόλεμος D.H. 1.58, Plu.''Num.''12, cf. App.''Hisp.''11.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάγγελτος Medium diacritics: ἀκατάγγελτος Low diacritics: ακατάγγελτος Capitals: ΑΚΑΤΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: akatángeltos Transliteration B: akatangeltos Transliteration C: akataggeltos Beta Code: a)kata/ggeltos

English (LSJ)

ἀκατάγγελτον, unproclaimed, πόλεμος D.H. 1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.

Spanish (DGE)

-ον
no proclamado, no declarado πόλεμος D.H.1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non déclaré en parl. d'une guerre.
Étymologie: , καταγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάγγελτος: не объявленный наперед, начатый без предварительного объявления (πόλεμος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάγγελτος: -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, πόλεμος, Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάγγελτος, -ον) καταγγέλλω
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια παράβαση
2. (για σύμβαση) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η λύση της
αρχ.
αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο ακήρυκτος
«ἀκατάγγελτος πόλεμος» (Δίον. Αλ. 1, 58).