ναρκωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=narkotikos
|Transliteration C=narkotikos
|Beta Code=narkwtiko/s
|Beta Code=narkwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">benumbing, narcotic</b>, φάρμακα Gal.10.862, al., <span class="bibl">Eust.1493.5</span>.</span>
|Definition=ναρκωτική, ναρκωτικόν, [[benumbing]], [[narcotic]], φάρμακα Gal.10.862, al., Eust.1493.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναρκωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων νέκρωσιν, ἀναισθησίαν, Γαλην., Εὐστ. 1493. 5.
|lstext='''ναρκωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων νέκρωσιν, ἀναισθησίαν, Γαλην., Εὐστ. 1493. 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ναρκωτικός]], -ή, -όν) [[ναρκώνω]]<br />αυτός που επιφέρει [[νάρκωση]], που προκαλεί [[αναισθησία]], [[αναισθητικός]] («ἱσως και να μεταχειριστεί την αδιάκοπη [[κίνηση]] για ναρκωτικό τών αισθήσεων», Παπαντ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ναρκωτικά</i><br />α) τοξικές ουσίες που προκαλούν [[εξασθένηση]], [[διαστροφή]] ή και πλήρη [[αδράνεια]] τών λειτουργιών του κεντρικού νευρικού συστήματος δημιουργώντας εθισμό και [[εξάρτηση]]<br />β) <b>ιατρ.</b> φάρμακα που μειώνουν τον πόνο ή προκαλούν [[αναισθησία]] απαραίτητη για την [[εκτέλεση]] χειρουργικής επέμβασης.
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναρκωτικός Medium diacritics: ναρκωτικός Low diacritics: ναρκωτικός Capitals: ΝΑΡΚΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: narkōtikós Transliteration B: narkōtikos Transliteration C: narkotikos Beta Code: narkwtiko/s

English (LSJ)

ναρκωτική, ναρκωτικόν, benumbing, narcotic, φάρμακα Gal.10.862, al., Eust.1493.5.

German (Pape)

[Seite 230] erstarren machend, betäubend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ναρκωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων νέκρωσιν, ἀναισθησίαν, Γαλην., Εὐστ. 1493. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α ναρκωτικός, -ή, -όν) ναρκώνω
αυτός που επιφέρει νάρκωση, που προκαλεί αναισθησία, αναισθητικός («ἱσως και να μεταχειριστεί την αδιάκοπη κίνηση για ναρκωτικό τών αισθήσεων», Παπαντ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναρκωτικά
α) τοξικές ουσίες που προκαλούν εξασθένηση, διαστροφή ή και πλήρη αδράνεια τών λειτουργιών του κεντρικού νευρικού συστήματος δημιουργώντας εθισμό και εξάρτηση
β) ιατρ. φάρμακα που μειώνουν τον πόνο ή προκαλούν αναισθησία απαραίτητη για την εκτέλεση χειρουργικής επέμβασης.