μεταβλητός: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metavlitos | |Transliteration C=metavlitos | ||
|Beta Code=metablhto/s | |Beta Code=metablhto/s | ||
|Definition= | |Definition=μεταβλητή, μεταβλητόν, [[subject to change]], Ph. 1.269, Plu.2.718e, S.E.''M.''9.151. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[changeant]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταβάλλω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταβλητός:''' [[поддающийся изменению]], [[изменчивый]] Arst., Plut., Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταβλητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 718D, κτλ. | |lstext='''μεταβλητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 718D, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταβλητός]], -ή, -όν) [[μεταβάλλω]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[μεταβολή]] ή που μπορεί να μεταβληθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταβλητή</i><br /><b>μαθημ.</b> μια [[ποσότητα]] η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη μεταβλητή» γ. «τυχαία μεταβλητή»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβλητοί αστέρες»<br /><b>αστρον.</b> αστέρες η [[λαμπρότητα]] τών οποίων φαίνεται να μεταβάλλεται [[σημαντικά]] με την πάροδο του χρόνου. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταβλητός]], -ή, -όν) [[μεταβάλλω]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[μεταβολή]] ή που μπορεί να μεταβληθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταβλητή</i><br /><b>μαθημ.</b> μια [[ποσότητα]] η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη μεταβλητή» γ. «τυχαία μεταβλητή»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβλητοί αστέρες»<br /><b>αστρον.</b> αστέρες η [[λαμπρότητα]] τών οποίων φαίνεται να μεταβάλλεται [[σημαντικά]] με την πάροδο του χρόνου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
μεταβλητή, μεταβλητόν, subject to change, Ph. 1.269, Plu.2.718e, S.E.M.9.151.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
changeant.
Étymologie: adj. verb. de μεταβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
μεταβλητός: поддающийся изменению, изменчивый Arst., Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβλητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 718D, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταβλητός, -ή, -όν) μεταβάλλω
αυτός που υπόκειται σε μεταβολή ή που μπορεί να μεταβληθεί
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η μεταβλητή
μαθημ. μια ποσότητα η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη μεταβλητή» γ. «τυχαία μεταβλητή»)
2. φρ. «μεταβλητοί αστέρες»
αστρον. αστέρες η λαμπρότητα τών οποίων φαίνεται να μεταβάλλεται σημαντικά με την πάροδο του χρόνου.