изменчивый
From LSJ
Russian > Greek
μετάπτωτος, μεταβολικός, μετάθετος, ἑτεροιωτικός, πολύστροφος, εὐμετάβλητος, τρεπτός, πολύτροπος, πολυπρόσωπος, εὔτρεπτος, ἀκατάστατος, ἀστάθμητος, μεταβλητικός, ποικίλος, παθητός, ἀλλοιωτικός, μετάβολος, εὐκίνητος, μεταβλητός, ῥευστός