изменчивый
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Russian > Greek
μετάπτωτος, μεταβολικός, μετάθετος, ἑτεροιωτικός, πολύστροφος, εὐμετάβλητος, τρεπτός, πολύτροπος, πολυπρόσωπος, εὔτρεπτος, ἀκατάστατος, ἀστάθμητος, μεταβλητικός, ποικίλος, παθητός, ἀλλοιωτικός, μετάβολος, εὐκίνητος, μεταβλητός, ῥευστός