изменчивый
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Russian > Greek
μετάπτωτος, μεταβολικός, μετάθετος, ἑτεροιωτικός, πολύστροφος, εὐμετάβλητος, τρεπτός, πολύτροπος, πολυπρόσωπος, εὔτρεπτος, ἀκατάστατος, ἀστάθμητος, μεταβλητικός, ποικίλος, παθητός, ἀλλοιωτικός, μετάβολος, εὐκίνητος, μεταβλητός, ῥευστός