προσφωνήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosfonieis
|Transliteration C=prosfonieis
|Beta Code=prosfwnh/eis
|Beta Code=prosfwnh/eis
|Definition=Ep. ποτιφωνήεις, εσσα, εν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">addressing, capable of addressing</b>, <span class="bibl">Od.9.456</span>.</span>
|Definition=Ep. [[ποτιφωνήεις]], εσσα, εν, [[addressing]], [[capable of addressing]], Od.9.456.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ [[ποτιφωνήεις]] γένοιο, Od. 9, 456.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ [[ποτιφωνήεις]] γένοιο, Od. 9, 456.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφωνήεις:''' дор. [[ποτιφωνήεις]], ήεσσα, ῆεν способный говорить, владеющий даром речи Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσφωνήεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, [[ικανός]] να προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-[[φωνήεις]].
|lsmtext='''προσφωνήεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, [[ικανός]] να προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-[[φωνήεις]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-[[φωνήεις]], εσσα, εν [from [[προσφωνέω]]<br />addressing, [[capable]] of addressing, Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφωνήεις Medium diacritics: προσφωνήεις Low diacritics: προσφωνήεις Capitals: ΠΡΟΣΦΩΝΗΕΙΣ
Transliteration A: prosphōnḗeis Transliteration B: prosphōnēeis Transliteration C: prosfonieis Beta Code: prosfwnh/eis

English (LSJ)

Ep. ποτιφωνήεις, εσσα, εν, addressing, capable of addressing, Od.9.456.

German (Pape)

[Seite 787] εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ ποτιφωνήεις γένοιο, Od. 9, 456.

Russian (Dvoretsky)

προσφωνήεις: дор. ποτιφωνήεις, ήεσσα, ῆεν способный говорить, владеющий даром речи Hom.

Greek (Liddell-Scott)

προσφωνήεις: εσσα, εν, προσφωνῶν, δυνάμενος νὰ προσφωνήσῃ, Ὀδ. Ι. 456, ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ ποτιφωνήεις.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
ο ικανός να προσφωνήσει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φωνήεις (< φωνή)].

Greek Monotonic

προσφωνήεις: -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, ικανός να προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-φωνήεις.

Middle Liddell

προσ-φωνήεις, εσσα, εν [from προσφωνέω
addressing, capable of addressing, Od.