μελετητός: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meletitos | |Transliteration C=meletitos | ||
|Beta Code=melethto/s | |Beta Code=melethto/s | ||
|Definition= | |Definition=μελετητή, μελετητόν, to [[be gained by practice]], Pl. ''Clit.''407b, Luc. ''Im.''16. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελετητός:''' [[усваиваемый путем упражнения]] (μ. τε καὶ [[ἀσκητός]] Plat.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μελετητός''': -ή, -όν, ὃν κτᾶταί τις διὰ μελέτης, ἀσκήσεως, [[ἀρετὴ]] Πλάτ. Κλειτοφ. 407Β. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελετητός]], -ή, -όν (Α) [[μελετώ]]<br />αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με την [[άσκηση]] ή τη [[μελέτη]] ή αυτός που μπορεί να τον μάθει [[κανείς]] με την [[άσκηση]] ή τη [[μελέτη]] («εἰ δὲ μελετητόν τε καὶ ἀσκητόν, οἵτινες ἐξασκήσουσι καὶ ἐκμελετήσουσιν ἱκανῶς», <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
μελετητή, μελετητόν, to be gained by practice, Pl. Clit.407b, Luc. Im.16.
Russian (Dvoretsky)
μελετητός: усваиваемый путем упражнения (μ. τε καὶ ἀσκητός Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μελετητός: -ή, -όν, ὃν κτᾶταί τις διὰ μελέτης, ἀσκήσεως, ἀρετὴ Πλάτ. Κλειτοφ. 407Β.
Greek Monolingual
μελετητός, -ή, -όν (Α) μελετώ
αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με την άσκηση ή τη μελέτη ή αυτός που μπορεί να τον μάθει κανείς με την άσκηση ή τη μελέτη («εἰ δὲ μελετητόν τε καὶ ἀσκητόν, οἵτινες ἐξασκήσουσι καὶ ἐκμελετήσουσιν ἱκανῶς», Πλάτ.).