μουσομήτωρ: Difference between revisions
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mousomitor | |Transliteration C=mousomitor | ||
|Beta Code=mousomh/twr | |Beta Code=mousomh/twr | ||
|Definition=ορος, ἡ, [[the mother of Musesand all arts]], [[epithet]] of Memory, | |Definition=-ορος, ἡ, [[the mother of Musesand all arts]], [[epithet]] of Memory, Id.''Pr.''461. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μουσομήτωρ:''' ορος ἡ родительница муз, мать искусств ([[μνήμη]] ἁπάντων, μ. [[ἐργάνη]] Aesch.). | |elrutext='''μουσομήτωρ:''' ορος ἡ [[родительница муз]], [[мать искусств]] ([[μνήμη]] ἁπάντων, μ. [[ἐργάνη]] Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ἡ, the mother of Musesand all arts, epithet of Memory, Id.Pr.461.
German (Pape)
[Seite 211] ορος, Museumurter, d. i. Musenkünste hervorbringend, μνήμην θ' ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάτιν, Aesch. Prom. 459.
French (Bailly abrégé)
ορος (ἡ) :
mère des Muses.
Étymologie: μοῦσα, μήτηρ.
Russian (Dvoretsky)
μουσομήτωρ: ορος ἡ родительница муз, мать искусств (μνήμη ἁπάντων, μ. ἐργάνη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μουσομήτωρ: -ορος, ἡ μήτηρ τῶν Μουσῶν καὶ πάσης τέχνης, ἐπίθετ. τῆς μνήμης, μνήμην θ’ ἁπάντων, μουσομήτορ’ ἐργάνην Αἰσχύλ. Πρ. 461.
Greek Monolingual
μουσομήτωρ, -ορος, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Μνήμης) η μητέρα τών Μουσών, από την οποία πηγάζουν οι μουσικές τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + μήτωρ (< μήτηρ) πρβλ. θεομήτωρ].
Greek Monotonic
μουσομήτωρ: -ορος, ἡ, η μητέρα των Μουσών και όλων των τεχνών, λέγεται για τη Μνημοσύνη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μουσο-μήτωρ, ορος, ἡ,
the mother of Muses and all arts, of Memory, Aesch.