παραθερίζω: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paratherizo | |Transliteration C=paratherizo | ||
|Beta Code=paraqeri/zw | |Beta Code=paraqeri/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[graze in passing]], in ''poet.'' aor. 1 [[παρέθρισα]], A.R.2.601, Q.S.6.629 (tm.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] zsgz. [[παραθρίζω]], nebenbei od. im Vorbeigehen abmähen, verschneiden, Schol. Ap. Rh. 2, 603. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] zsgz. [[παραθρίζω]], nebenbei od. im Vorbeigehen abmähen, verschneiden, Schol. Ap. Rh. 2, 603. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραθερίζω''': [[ἀποκόπτω]] τὴν ἄκραν πράγματός τινος, ἐν τῷ ποιητ. ἀόρ. α΄ παρέθρισεν, [[ἔμπης]] δ’ ἀφλάστοιο παρέθρισαν [[ἄκρα]] κόρυμβα, «ἀντὶ τοῦ παρεθέρισαν. κατὰ συγκοπὴν. σημαίνει δὲ τὸ ἀπέκοψαν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 603· πρβλ. [[παρατέμνω]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περνώ]] το [[θέρος]] ή [[μέρος]] του θέρους σε κάποιον [[τόπο]], [[ιδίως]] εξοχικό<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποκόπτω]] [[καθώς]] [[διαβαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θερίζω]]. Ο τ. με τη σημ. «[[ξεκαλοκαιριάζω]]» <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θέρος]] και μαρτυρείται από το 1887 σε <i>Έγγραφον δικαστικόν Μεσολογγίου</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
graze in passing, in poet. aor. 1 παρέθρισα, A.R.2.601, Q.S.6.629 (tm.).
German (Pape)
[Seite 478] zsgz. παραθρίζω, nebenbei od. im Vorbeigehen abmähen, verschneiden, Schol. Ap. Rh. 2, 603.
Greek (Liddell-Scott)
παραθερίζω: ἀποκόπτω τὴν ἄκραν πράγματός τινος, ἐν τῷ ποιητ. ἀόρ. α΄ παρέθρισεν, ἔμπης δ’ ἀφλάστοιο παρέθρισαν ἄκρα κόρυμβα, «ἀντὶ τοῦ παρεθέρισαν. κατὰ συγκοπὴν. σημαίνει δὲ τὸ ἀπέκοψαν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 603· πρβλ. παρατέμνω.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
περνώ το θέρος ή μέρος του θέρους σε κάποιον τόπο, ιδίως εξοχικό
αρχ.
αποκόπτω καθώς διαβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θερίζω. Ο τ. με τη σημ. «ξεκαλοκαιριάζω» < παρ(α)- + θέρος και μαρτυρείται από το 1887 σε Έγγραφον δικαστικόν Μεσολογγίου].