ὀρειχάλκινος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreichalkinos
|Transliteration C=oreichalkinos
|Beta Code=o)reixa/lkinos
|Beta Code=o)reixa/lkinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of orichalc</b>, στήλη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>119c</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.1533.24 (iv B. C.).</span>
|Definition=η, ον, [[of orichalc]], στήλη Pl.''Criti.''119c, cf. ''IG''22.1533.24 (iv B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] aus dem folgenden Metalle gemacht; [[στήλη]], Plat. Critia. 119 c; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] aus dem folgenden Metalle gemacht; [[στήλη]], Plat. Critia. 119 c; Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρειχάλκῐνος:''' [[из желтой меди]], [[медный]] ([[στήλη]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρειχάλκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ὀρειχάλκου, [[στήλη]] Πλάτ. Κριτί. 119C.
|lstext='''ὀρειχάλκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ὀρειχάλκου, [[στήλη]] Πλάτ. Κριτί. 119C.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρειχάλκινος]], -ίνη, -ον) [[ορείχαλκος]]<br />κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ορειχάλκινη [[εποχή]]» — η δεύτερη προϊστορική [[περίοδος]] της μεταλλικής εποχής της ιστορίας του ανθρώπου.
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειχάλκῐνος Medium diacritics: ὀρειχάλκινος Low diacritics: ορειχάλκινος Capitals: ΟΡΕΙΧΑΛΚΙΝΟΣ
Transliteration A: oreichálkinos Transliteration B: oreichalkinos Transliteration C: oreichalkinos Beta Code: o)reixa/lkinos

English (LSJ)

η, ον, of orichalc, στήλη Pl.Criti.119c, cf. IG22.1533.24 (iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 372] aus dem folgenden Metalle gemacht; στήλη, Plat. Critia. 119 c; Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειχάλκῐνος: из желтой меди, медный (στήλη Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειχάλκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ὀρειχάλκου, στήλη Πλάτ. Κριτί. 119C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρειχάλκινος, -ίνη, -ον) ορείχαλκος
κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν
2. φρ. «ορειχάλκινη εποχή» — η δεύτερη προϊστορική περίοδος της μεταλλικής εποχής της ιστορίας του ανθρώπου.