ἀστραγάλειος: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=astragaleios
|Transliteration C=astragaleios
|Beta Code=a)straga/leios
|Beta Code=a)straga/leios
|Definition=[<b class="b3">γᾰ], α, ον,</b> [[covering the ankles]], = Lat. [[talaris]], χιτών Aq.<span class="title">Ge.</span>37.3.
|Definition=[γᾰ], α, ον, [[covering the ankles]], = Lat. [[talaris]], χιτών Aq.''Ge.''37.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον [[que cubre hasta los tobillos]] χιτών Aq.<i>Ge</i>.37.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστραγάλειος''': [[χιτών]], ὁ, [[εἶδος]] μακροῦ ποδήρους χιτῶνος καταβαίνοντος [[μέχρι]] τῶν ἀστραγάλων, Λατ. tunica talaris· χιτῶνα ἀστραγάλειον Ἀκύλ. Π. Δ. (Γέν. 37. 3).
|lstext='''ἀστραγάλειος''': [[χιτών]], ὁ, [[εἶδος]] μακροῦ ποδήρους χιτῶνος καταβαίνοντος [[μέχρι]] τῶν ἀστραγάλων, Λατ. tunica talaris· χιτῶνα ἀστραγάλειον Ἀκύλ. Π. Δ. (Γέν. 37. 3).
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον [[que cubre hasta los tobillos]] χιτών Aq.<i>Ge</i>.37.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστραγάλειος]], -ον (Α)<br />αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τον αστράγαλο («χιτὼν [[ἀστραγάλειος]]»).
|mltxt=[[ἀστραγάλειος]], -ον (Α)<br />αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τον αστράγαλο («χιτὼν [[ἀστραγάλειος]]»).
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰγάλειος Medium diacritics: ἀστραγάλειος Low diacritics: αστραγάλειος Capitals: ΑΣΤΡΑΓΑΛΕΙΟΣ
Transliteration A: astragáleios Transliteration B: astragaleios Transliteration C: astragaleios Beta Code: a)straga/leios

English (LSJ)

[γᾰ], α, ον, covering the ankles, = Lat. talaris, χιτών Aq.Ge.37.3.

Spanish (DGE)

-α, -ον que cubre hasta los tobillos χιτών Aq.Ge.37.3.

German (Pape)

[Seite 376] aus Knöcheln gemacht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστραγάλειος: χιτών, ὁ, εἶδος μακροῦ ποδήρους χιτῶνος καταβαίνοντος μέχρι τῶν ἀστραγάλων, Λατ. tunica talaris· χιτῶνα ἀστραγάλειον Ἀκύλ. Π. Δ. (Γέν. 37. 3).

Greek Monolingual

ἀστραγάλειος, -ον (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον αστράγαλο («χιτὼν ἀστραγάλειος»).