Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κασωτός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kasotos
|Transliteration C=kasotos
|Beta Code=kaswto/s
|Beta Code=kaswto/s
|Definition=ή, όν, (κασῆς) [[thick]], [[ἐσθῆτες]], opp. [[στρεπταί]], <span class="bibl">Diog.Oen.10</span>.
|Definition=κασωτή, κασωτόν, ([[κασῆς]]) [[thick]], [[ἐσθῆτες]], opp. [[στρεπταί]], Diog.Oen.10.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κασωτός]], -ή, -όν (Α)<br />(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, [[πυκνοϋφασμένος]], που έχει κατασκευαστεί σαν [[πίλημα]], δηλ. από πεπιεσμένο [[μαλλί]] ή [[τρίχες]], [[κασάς]], [[κετσές]]<br />(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάσσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[καστρωτός]], [[ραβδωτός]])].
|mltxt=[[κασωτός]], -ή, -όν (Α)<br />(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, [[πυκνοϋφασμένος]], που έχει κατασκευαστεί σαν [[πίλημα]], δηλ. από πεπιεσμένο [[μαλλί]] ή [[τρίχες]], [[κασάς]], [[κετσές]]<br />(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάσσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[καστρωτός]], [[ραβδωτός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κασωτός Medium diacritics: κασωτός Low diacritics: κασωτός Capitals: ΚΑΣΩΤΟΣ
Transliteration A: kasōtós Transliteration B: kasōtos Transliteration C: kasotos Beta Code: kaswto/s

English (LSJ)

κασωτή, κασωτόν, (κασῆς) thick, ἐσθῆτες, opp. στρεπταί, Diog.Oen.10.

Greek Monolingual

κασωτός, -ή, -όν (Α)
(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, κετσές
(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. καστρωτός, ραβδωτός)].