μονογόνατος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monogonatos
|Transliteration C=monogonatos
|Beta Code=monogo/natos
|Beta Code=monogo/natos
|Definition=ον, [[made from a single joint]], of a reed-pen, <span class="title">Edict.Diocl.</span>18.12.
|Definition=μονογόνατον, [[made from a single joint]], of a reed-pen, ''Edict.Diocl.''18.12.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονογόνᾰτος Medium diacritics: μονογόνατος Low diacritics: μονογόνατος Capitals: ΜΟΝΟΓΟΝΑΤΟΣ
Transliteration A: monogónatos Transliteration B: monogonatos Transliteration C: monogonatos Beta Code: monogo/natos

English (LSJ)

μονογόνατον, made from a single joint, of a reed-pen, Edict.Diocl.18.12.

Greek (Liddell-Scott)

μονογόνατος: ὁ κατεσκευασμένος ἐκ τεμαχίου καλάμου ἔχοντος μόνον ἓν γόνυ, ἐπὶ γραφικοῦ καλάμου, Hell. J. 11, σ. 303.

Greek Monolingual

μονογόνατος, -ον (Α)
(για τον κάλαμο που χρησιμοποιούνταν στη γραφή) αυτός που είναι κατασκευασμένος από τεμάχιο με ένα μόνο γόνατο, δηλ. έναν μόνο αρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γόνατον].