μονογόνατος: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monogonatos | |Transliteration C=monogonatos | ||
|Beta Code=monogo/natos | |Beta Code=monogo/natos | ||
|Definition= | |Definition=μονογόνατον, [[made from a single joint]], of a reed-pen, ''Edict.Diocl.''18.12. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονογόνατος''': ὁ κατεσκευασμένος ἐκ τεμαχίου καλάμου ἔχοντος μόνον ἓν γόνυ, ἐπὶ γραφικοῦ καλάμου, Hell. J. 11, σ. 303. | |lstext='''μονογόνατος''': ὁ κατεσκευασμένος ἐκ τεμαχίου καλάμου ἔχοντος μόνον ἓν γόνυ, ἐπὶ γραφικοῦ καλάμου, Hell. J. 11, σ. 303. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονογόνατος]], -ον (Α)<br />(για τον κάλαμο που χρησιμοποιούνταν στη [[γραφή]]) αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από [[τεμάχιο]] με ένα μόνο [[γόνατο]], δηλ. έναν μόνο αρμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>γόνατον</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
μονογόνατον, made from a single joint, of a reed-pen, Edict.Diocl.18.12.
Greek (Liddell-Scott)
μονογόνατος: ὁ κατεσκευασμένος ἐκ τεμαχίου καλάμου ἔχοντος μόνον ἓν γόνυ, ἐπὶ γραφικοῦ καλάμου, Hell. J. 11, σ. 303.
Greek Monolingual
μονογόνατος, -ον (Α)
(για τον κάλαμο που χρησιμοποιούνταν στη γραφή) αυτός που είναι κατασκευασμένος από τεμάχιο με ένα μόνο γόνατο, δηλ. έναν μόνο αρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γόνατον].