χαρία: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=charia | |Transliteration C=charia | ||
|Beta Code=xari/a | |Beta Code=xari/a | ||
|Definition=[[βουνός]], Hsch.; also χάρεια in Hdn.Gr. | |Definition=[[βουνός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also [[χάρεια]] in Hdn.Gr.2.603, Suid. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και χάρεια Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βουνός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μία ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[προεξέχω]], [[διαπρέπω]]» και συνδέεται με τους τ. [[χοιράς]] «[[μικρός]] [[βράχος]] που προεξέχει από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας, [[σκόπελος]]» και [[χάρμη]] με σημ. «[[αιχμή]] του δόρατος, [[επιδορατίδα]]»]. | |mltxt=[[χαρία]] και [[χάρεια]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βουνός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μία ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[προεξέχω]], [[διαπρέπω]]» και συνδέεται με τους τ. [[χοιράς]] «[[μικρός]] [[βράχος]] που προεξέχει από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας, [[σκόπελος]]» και [[χάρμη]] με σημ. «[[αιχμή]] του δόρατος, [[επιδορατίδα]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
βουνός, Hsch.; also χάρεια in Hdn.Gr.2.603, Suid.
Greek Monolingual
χαρία και χάρεια Α
(κατά τον Ησύχ.) «βουνός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε μία ΙΕ ρίζα gher- «προεξέχω, διαπρέπω» και συνδέεται με τους τ. χοιράς «μικρός βράχος που προεξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας, σκόπελος» και χάρμη με σημ. «αιχμή του δόρατος, επιδορατίδα»].