ἀναπαίτητος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapaititos | |Transliteration C=anapaititos | ||
|Beta Code=a)napai/thtos | |Beta Code=a)napai/thtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀναπαίτητον, [[not reclaimable]], χρήματα Ἀρχ.Δελτ. 6.100 (Methymna, ii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναπαίτητον, not reclaimable, χρήματα Ἀρχ.Δελτ. 6.100 (Methymna, ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser reclamado χρήματα IG 12.Suppl.(2).116.17 (Metimna II a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπαίτητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀπαιτήσῃ, Ἀνδρ. Παλαιολόγ. Χρυσόβουλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα, τόμ. Α΄, σ. 221.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναπαίτητος, -ον) ἀπαιτῶ
αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί κανείς, αζήτητος, αγύρευτος.