κομπαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kompastikos
|Transliteration C=kompastikos
|Beta Code=&#42;kompastiko/s
|Beta Code=&#42;kompastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[braggart]], <span class="bibl">Poll.9.146</span>. Adv. -[[κῶς]] ib.<span class="bibl">147</span>.</span>
|Definition=κομπαστική, κομπαστικόν, [[braggart]], Poll.9.146. Adv. [[κομπαστικῶς]] ib.147.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κομπαστικός''': -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, [[ἀλαζονικός]], [[Πολυδ]]. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 147.
|lstext='''κομπαστικός''': -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, [[ἀλαζονικός]], Πολυδ. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 147.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κομπαστικός]], -ή, -όν) [[κομπαστής]]<br />αυτός που γίνεται με κομπασμό, με [[αλαζονεία]], [[αλαζονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπαστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α κομπαστικῶς)<br />με κομπασμό, αλαζονικά.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κομπαστικός]], -ή, -όν) [[κομπαστής]]<br />αυτός που γίνεται με κομπασμό, με [[αλαζονεία]], [[αλαζονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπαστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α κομπαστικῶς)<br />με κομπασμό, αλαζονικά.
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κομπαστικός Medium diacritics: κομπαστικός Low diacritics: κομπαστικός Capitals: ΚΟΜΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kompastikós Transliteration B: kompastikos Transliteration C: kompastikos Beta Code: *kompastiko/s

English (LSJ)

κομπαστική, κομπαστικόν, braggart, Poll.9.146. Adv. κομπαστικῶς ib.147.

German (Pape)

[Seite 1479] großprahlerisch, aufschneiderisch, Poll. 9, 146; – auch adv., ib. 147.

Greek (Liddell-Scott)

κομπαστικός: -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, ἀλαζονικός, Πολυδ. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 147.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κομπαστικός, -ή, -όν) κομπαστής
αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός.
επίρρ...
κομπαστικώς και -ά (Α κομπαστικῶς)
με κομπασμό, αλαζονικά.